Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐκπορίζω
ἐκποριστέον
ἐκπορνεύω
ἐκπόρπισις
ἐκποτάομαι
ἐκποτέομαι
ἐκποτέον
ἐκπράκτης
ἔκπραξις
ἐκπράσσω
ἐκπρεμνίζω
ἐκπρέπεια
ἐκπρεπής
ἐκπρέπω
ἔκπρησις
ἐκπρίασθαι
ἔκπρισις
ἔκπρισμα
ἐκπριστέον
ἐκπρίω
ἐκπροβάλλω
View word page
ἐκπρεμνίζω
root out
ShortDef
root out
Debugging
Headword:
ἐκπρεμνίζω
Headword (normalized):
ἐκπρεμνίζω
Headword (normalized/stripped):
εκπρεμνιζω
IDX:
27811
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27812
Key:
Data
{'content': 'root out'}