Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκπορθήτωρ
ἐκπορθμεύω
ἐκπορίζω
ἐκποριστέον
ἐκπορνεύω
ἐκπόρπισις
ἐκποτάομαι
ἐκποτέομαι
ἐκποτέον
ἐκπράκτης
ἔκπραξις
ἐκπράσσω
ἐκπρεμνίζω
ἐκπρέπεια
ἐκπρεπής
ἐκπρέπω
ἔκπρησις
ἐκπρίασθαι
ἔκπρισις
ἔκπρισμα
ἐκπριστέον
View word page
ἔκπραξις
exaction

ShortDef

exaction

Debugging

Headword:
ἔκπραξις
Headword (normalized):
ἔκπραξις
Headword (normalized/stripped):
εκπραξις
IDX:
27809
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27810
Key:

Data

{'content': 'exaction'}