Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀκηδέω
ἀκηδής
ἀκηδία
ἀκηδιάω
ἀκήλητος
ἀκηλίδωτος
ἄκημα
ἀκήν
ἀκήπευτος
ἀκηρασία
ἀκηράσιος
ἀκήρατος
ἀκήριος
ἀκήριος2
ἄκηρος
ἀκηρυκτεί
ἀκήρυκτος
ἀκήρωτος
ἀκίβδηλος
ἀκίδιον
ἀκιδνός
View word page
ἀκηράσιος
unmixed
ShortDef
unmixed
Debugging
Headword:
ἀκηράσιος
Headword (normalized):
ἀκηράσιος
Headword (normalized/stripped):
ακηρασιος
IDX:
2779
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2780
Key:
Data
{'content': 'unmixed'}