Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀκήδευτος
ἀκηδέω
ἀκηδής
ἀκηδία
ἀκηδιάω
ἀκήλητος
ἀκηλίδωτος
ἄκημα
ἀκήν
ἀκήπευτος
ἀκηρασία
ἀκηράσιος
ἀκήρατος
ἀκήριος
ἀκήριος2
ἄκηρος
ἀκηρυκτεί
ἀκήρυκτος
ἀκήρωτος
ἀκίβδηλος
ἀκίδιον
View word page
ἀκηρασία
purity
ShortDef
purity
Debugging
Headword:
ἀκηρασία
Headword (normalized):
ἀκηρασία
Headword (normalized/stripped):
ακηρασια
IDX:
2778
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2779
Key:
Data
{'content': 'purity'}