Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀκήδεστος
ἀκήδευτος
ἀκηδέω
ἀκηδής
ἀκηδία
ἀκηδιάω
ἀκήλητος
ἀκηλίδωτος
ἄκημα
ἀκήν
ἀκήπευτος
ἀκηρασία
ἀκηράσιος
ἀκήρατος
ἀκήριος
ἀκήριος2
ἄκηρος
ἀκηρυκτεί
ἀκήρυκτος
ἀκήρωτος
ἀκίβδηλος
View word page
ἀκήπευτος
not in a garden, wild

ShortDef

not in a garden, wild

Debugging

Headword:
ἀκήπευτος
Headword (normalized):
ἀκήπευτος
Headword (normalized/stripped):
ακηπευτος
IDX:
2777
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2778
Key:

Data

{'content': 'not in a garden, wild'}