Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκπληρόω
ἐκπλήρωμα
ἐκπλήρωσις
ἐκπληρωτής
ἐκπληρωτικός
ἐκπλήσσω
ἐκπλινθεύω
ἐκπλίσσομαι
ἐκπλοκή
ἔκπλοος
ἐκπλύνω
ἔκπλυσις
ἔκπλυτος
ἔκπλωτος
ἐκπνευματόω
ἐκπνευμάτωσις
ἔκπνευσις
ἐκπνέω
ἐκπνοή
ἔκπνοος
ἐκποδών
View word page
ἐκπλύνω
to wash out

ShortDef

to wash out

Debugging

Headword:
ἐκπλύνω
Headword (normalized):
ἐκπλύνω
Headword (normalized/stripped):
εκπλυνω
IDX:
27767
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27768
Key:

Data

{'content': 'to wash out'}