Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκπλημμυρέω
ἔκπληξις
ἐκπληρόω
ἐκπλήρωμα
ἐκπλήρωσις
ἐκπληρωτής
ἐκπληρωτικός
ἐκπλήσσω
ἐκπλινθεύω
ἐκπλίσσομαι
ἐκπλοκή
ἔκπλοος
ἐκπλύνω
ἔκπλυσις
ἔκπλυτος
ἔκπλωτος
ἐκπνευματόω
ἐκπνευμάτωσις
ἔκπνευσις
ἐκπνέω
ἐκπνοή
View word page
ἐκπλοκή
unravelling

ShortDef

unravelling

Debugging

Headword:
ἐκπλοκή
Headword (normalized):
ἐκπλοκή
Headword (normalized/stripped):
εκπλοκη
IDX:
27765
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27766
Key:

Data

{'content': 'unravelling'}