Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἔκπληκτος
ἐκπλημμυρέω
ἔκπληξις
ἐκπληρόω
ἐκπλήρωμα
ἐκπλήρωσις
ἐκπληρωτής
ἐκπληρωτικός
ἐκπλήσσω
ἐκπλινθεύω
ἐκπλίσσομαι
ἐκπλοκή
ἔκπλοος
ἐκπλύνω
ἔκπλυσις
ἔκπλυτος
ἔκπλωτος
ἐκπνευματόω
ἐκπνευμάτωσις
ἔκπνευσις
ἐκπνέω
View word page
ἐκπλίσσομαι
gape

ShortDef

gape

Debugging

Headword:
ἐκπλίσσομαι
Headword (normalized):
ἐκπλίσσομαι
Headword (normalized/stripped):
εκπλισσομαι
IDX:
27764
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27765
Key:

Data

{'content': 'gape'}