Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐκπληκτικός
ἔκπληκτος
ἐκπλημμυρέω
ἔκπληξις
ἐκπληρόω
ἐκπλήρωμα
ἐκπλήρωσις
ἐκπληρωτής
ἐκπληρωτικός
ἐκπλήσσω
ἐκπλινθεύω
ἐκπλίσσομαι
ἐκπλοκή
ἔκπλοος
ἐκπλύνω
ἔκπλυσις
ἔκπλυτος
ἔκπλωτος
ἐκπνευματόω
ἐκπνευμάτωσις
ἔκπνευσις
View word page
ἐκπλινθεύω
take out bricks
ShortDef
take out bricks
Debugging
Headword:
ἐκπλινθεύω
Headword (normalized):
ἐκπλινθεύω
Headword (normalized/stripped):
εκπλινθευω
IDX:
27763
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27764
Key:
Data
{'content': 'take out bricks'}