Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκπλέω
ἐκπλήγδην
ἐκπληκτικός
ἔκπληκτος
ἐκπλημμυρέω
ἔκπληξις
ἐκπληρόω
ἐκπλήρωμα
ἐκπλήρωσις
ἐκπληρωτής
ἐκπληρωτικός
ἐκπλήσσω
ἐκπλινθεύω
ἐκπλίσσομαι
ἐκπλοκή
ἔκπλοος
ἐκπλύνω
ἔκπλυσις
ἔκπλυτος
ἔκπλωτος
ἐκπνευματόω
View word page
ἐκπληρωτικός
filling up, completing

ShortDef

filling up, completing

Debugging

Headword:
ἐκπληρωτικός
Headword (normalized):
ἐκπληρωτικός
Headword (normalized/stripped):
εκπληρωτικος
IDX:
27761
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27762
Key:

Data

{'content': 'filling up, completing'}