Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἕκπλευρος
ἐκπλέω
ἐκπλήγδην
ἐκπληκτικός
ἔκπληκτος
ἐκπλημμυρέω
ἔκπληξις
ἐκπληρόω
ἐκπλήρωμα
ἐκπλήρωσις
ἐκπληρωτής
ἐκπληρωτικός
ἐκπλήσσω
ἐκπλινθεύω
ἐκπλίσσομαι
ἐκπλοκή
ἔκπλοος
ἐκπλύνω
ἔκπλυσις
ἔκπλυτος
ἔκπλωτος
View word page
ἐκπληρωτής
one who fulfils

ShortDef

one who fulfils

Debugging

Headword:
ἐκπληρωτής
Headword (normalized):
ἐκπληρωτής
Headword (normalized/stripped):
εκπληρωτης
IDX:
27760
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27761
Key:

Data

{'content': 'one who fulfils'}