Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἔκπλεος
ἕκπλευρος
ἐκπλέω
ἐκπλήγδην
ἐκπληκτικός
ἔκπληκτος
ἐκπλημμυρέω
ἔκπληξις
ἐκπληρόω
ἐκπλήρωμα
ἐκπλήρωσις
ἐκπληρωτής
ἐκπληρωτικός
ἐκπλήσσω
ἐκπλινθεύω
ἐκπλίσσομαι
ἐκπλοκή
ἔκπλοος
ἐκπλύνω
ἔκπλυσις
ἔκπλυτος
View word page
ἐκπλήρωσις
filling up

ShortDef

filling up

Debugging

Headword:
ἐκπλήρωσις
Headword (normalized):
ἐκπλήρωσις
Headword (normalized/stripped):
εκπληρωσις
IDX:
27759
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27760
Key:

Data

{'content': 'filling up'}