Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀκή3
ἀκήδεια
ἀκήδεστος
ἀκήδευτος
ἀκηδέω
ἀκηδής
ἀκηδία
ἀκηδιάω
ἀκήλητος
ἀκηλίδωτος
ἄκημα
ἀκήν
ἀκήπευτος
ἀκηρασία
ἀκηράσιος
ἀκήρατος
ἀκήριος
ἀκήριος2
ἄκηρος
ἀκηρυκτεί
ἀκήρυκτος
View word page
ἄκημα
a cure, relief

ShortDef

a cure, relief

Debugging

Headword:
ἄκημα
Headword (normalized):
ἄκημα
Headword (normalized/stripped):
ακημα
IDX:
2775
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2776
Key:

Data

{'content': 'a cure, relief'}