Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκπλέκω
ἔκπλεος
ἕκπλευρος
ἐκπλέω
ἐκπλήγδην
ἐκπληκτικός
ἔκπληκτος
ἐκπλημμυρέω
ἔκπληξις
ἐκπληρόω
ἐκπλήρωμα
ἐκπλήρωσις
ἐκπληρωτής
ἐκπληρωτικός
ἐκπλήσσω
ἐκπλινθεύω
ἐκπλίσσομαι
ἐκπλοκή
ἔκπλοος
ἐκπλύνω
ἔκπλυσις
View word page
ἐκπλήρωμα
filling up

ShortDef

filling up

Debugging

Headword:
ἐκπλήρωμα
Headword (normalized):
ἐκπλήρωμα
Headword (normalized/stripped):
εκπληρωμα
IDX:
27758
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27759
Key:

Data

{'content': 'filling up'}