Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐκπλεθρίζω
ἕκπλεθρος
ἐκπλέκω
ἔκπλεος
ἕκπλευρος
ἐκπλέω
ἐκπλήγδην
ἐκπληκτικός
ἔκπληκτος
ἐκπλημμυρέω
ἔκπληξις
ἐκπληρόω
ἐκπλήρωμα
ἐκπλήρωσις
ἐκπληρωτής
ἐκπληρωτικός
ἐκπλήσσω
ἐκπλινθεύω
ἐκπλίσσομαι
ἐκπλοκή
ἔκπλοος
View word page
ἔκπληξις
consternation
ShortDef
consternation
Debugging
Headword:
ἔκπληξις
Headword (normalized):
ἔκπληξις
Headword (normalized/stripped):
εκπληξις
IDX:
27756
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27757
Key:
Data
{'content': 'consternation'}