Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκπλάσσω
ἐκπλατύνω
ἐκπλεθρίζω
ἕκπλεθρος
ἐκπλέκω
ἔκπλεος
ἕκπλευρος
ἐκπλέω
ἐκπλήγδην
ἐκπληκτικός
ἔκπληκτος
ἐκπλημμυρέω
ἔκπληξις
ἐκπληρόω
ἐκπλήρωμα
ἐκπλήρωσις
ἐκπληρωτής
ἐκπληρωτικός
ἐκπλήσσω
ἐκπλινθεύω
ἐκπλίσσομαι
View word page
ἔκπληκτος
terror-stricken, amazed

ShortDef

terror-stricken, amazed

Debugging

Headword:
ἔκπληκτος
Headword (normalized):
ἔκπληκτος
Headword (normalized/stripped):
εκπληκτος
IDX:
27754
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27755
Key:

Data

{'content': 'terror-stricken, amazed'}