Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐκπιπίζω
ἐκπιπράσκω
ἐκπίπτω
ἐκπιτύζω
ἐκπιτυσμός
ἐκπλαγής
ἐκπλανάω
ἐκπλάσσω
ἐκπλατύνω
ἐκπλεθρίζω
ἕκπλεθρος
ἐκπλέκω
ἔκπλεος
ἕκπλευρος
ἐκπλέω
ἐκπλήγδην
ἐκπληκτικός
ἔκπληκτος
ἐκπλημμυρέω
ἔκπληξις
ἐκπληρόω
View word page
ἕκπλεθρος
six plethra long
ShortDef
six plethra long
Debugging
Headword:
ἕκπλεθρος
Headword (normalized):
ἕκπλεθρος
Headword (normalized/stripped):
εκπλεθρος
IDX:
27747
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27748
Key:
Data
{'content': 'six plethra long'}