Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐκπίμπραμαι
ἐκπίνω
ἐκπιπίζω
ἐκπιπράσκω
ἐκπίπτω
ἐκπιτύζω
ἐκπιτυσμός
ἐκπλαγής
ἐκπλανάω
ἐκπλάσσω
ἐκπλατύνω
ἐκπλεθρίζω
ἕκπλεθρος
ἐκπλέκω
ἔκπλεος
ἕκπλευρος
ἐκπλέω
ἐκπλήγδην
ἐκπληκτικός
ἔκπληκτος
ἐκπλημμυρέω
View word page
ἐκπλατύνω
flatten out
ShortDef
flatten out
Debugging
Headword:
ἐκπλατύνω
Headword (normalized):
ἐκπλατύνω
Headword (normalized/stripped):
εκπλατυνω
IDX:
27745
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27746
Key:
Data
{'content': 'flatten out'}