Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἔκπηξις
ἐκπιδύομαι
ἐκπιέζω
ἐκπίεσμα
ἐκπιεσμός
ἐκπιεστήριον
ἐκπιεστός
ἐκπικραίνομαι
ἐκπικρόομαι
ἔκπικρος
ἐκπίκρωσις
ἐκπίμπλημι
ἐκπίμπραμαι
ἐκπίνω
ἐκπιπίζω
ἐκπιπράσκω
ἐκπίπτω
ἐκπιτύζω
ἐκπιτυσμός
ἐκπλαγής
ἐκπλανάω
View word page
ἐκπίκρωσις
making bitter
ShortDef
making bitter
Debugging
Headword:
ἐκπίκρωσις
Headword (normalized):
ἐκπίκρωσις
Headword (normalized/stripped):
εκπικρωσις
IDX:
27733
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27734
Key:
Data
{'content': 'making bitter'}