Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκπηδητικός
ἐκπηκτικός
ἐκπηνίζομαι
ἔκπηξις
ἐκπιδύομαι
ἐκπιέζω
ἐκπίεσμα
ἐκπιεσμός
ἐκπιεστήριον
ἐκπιεστός
ἐκπικραίνομαι
ἐκπικρόομαι
ἔκπικρος
ἐκπίκρωσις
ἐκπίμπλημι
ἐκπίμπραμαι
ἐκπίνω
ἐκπιπίζω
ἐκπιπράσκω
ἐκπίπτω
ἐκπιτύζω
View word page
ἐκπικραίνομαι
to be embittered

ShortDef

to be embittered

Debugging

Headword:
ἐκπικραίνομαι
Headword (normalized):
ἐκπικραίνομαι
Headword (normalized/stripped):
εκπικραινομαι
IDX:
27730
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27731
Key:

Data

{'content': 'to be embittered'}