Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκπετήσιμος
ἐκπέτομαι
ἔκπεψις
ἐκπήγνυμι
ἐκπηδάω
ἐκπήδημα
ἐκπήδησις
ἐκπηδητικός
ἐκπηκτικός
ἐκπηνίζομαι
ἔκπηξις
ἐκπιδύομαι
ἐκπιέζω
ἐκπίεσμα
ἐκπιεσμός
ἐκπιεστήριον
ἐκπιεστός
ἐκπικραίνομαι
ἐκπικρόομαι
ἔκπικρος
ἐκπίκρωσις
View word page
ἔκπηξις
stiffening, freezing

ShortDef

stiffening, freezing

Debugging

Headword:
ἔκπηξις
Headword (normalized):
ἔκπηξις
Headword (normalized/stripped):
εκπηξις
IDX:
27723
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27724
Key:

Data

{'content': 'stiffening, freezing'}