Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκπέρυσι
ἐκπέσσω
ἐκπέταλος
ἐκπετάννυμι
ἐκπέτασις
ἐκπέτασμα
ἐκπετήσιμος
ἐκπέτομαι
ἔκπεψις
ἐκπήγνυμι
ἐκπηδάω
ἐκπήδημα
ἐκπήδησις
ἐκπηδητικός
ἐκπηκτικός
ἐκπηνίζομαι
ἔκπηξις
ἐκπιδύομαι
ἐκπιέζω
ἐκπίεσμα
ἐκπιεσμός
View word page
ἐκπηδάω
to leap out

ShortDef

to leap out

Debugging

Headword:
ἐκπηδάω
Headword (normalized):
ἐκπηδάω
Headword (normalized/stripped):
εκπηδαω
IDX:
27717
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27718
Key:

Data

{'content': 'to leap out'}