Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐκπερονάω
ἐκπέρυσι
ἐκπέσσω
ἐκπέταλος
ἐκπετάννυμι
ἐκπέτασις
ἐκπέτασμα
ἐκπετήσιμος
ἐκπέτομαι
ἔκπεψις
ἐκπήγνυμι
ἐκπηδάω
ἐκπήδημα
ἐκπήδησις
ἐκπηδητικός
ἐκπηκτικός
ἐκπηνίζομαι
ἔκπηξις
ἐκπιδύομαι
ἐκπιέζω
ἐκπίεσμα
View word page
ἐκπήγνυμι
make stiff
ShortDef
make stiff
Debugging
Headword:
ἐκπήγνυμι
Headword (normalized):
ἐκπήγνυμι
Headword (normalized/stripped):
εκπηγνυμι
IDX:
27716
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27717
Key:
Data
{'content': 'make stiff'}