Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐκπεριπορεύομαι
ἐκπερισπασμός
ἐκπερισπάω
ἐκπερισσεύω
ἐκπερισσῶς
ἐκπεριτρέχω
ἐκπερονάω
ἐκπέρυσι
ἐκπέσσω
ἐκπέταλος
ἐκπετάννυμι
ἐκπέτασις
ἐκπέτασμα
ἐκπετήσιμος
ἐκπέτομαι
ἔκπεψις
ἐκπήγνυμι
ἐκπηδάω
ἐκπήδημα
ἐκπήδησις
ἐκπηδητικός
View word page
ἐκπετάννυμι
to spread out
ShortDef
to spread out
Debugging
Headword:
ἐκπετάννυμι
Headword (normalized):
ἐκπετάννυμι
Headword (normalized/stripped):
εκπεταννυμι
IDX:
27710
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27711
Key:
Data
{'content': 'to spread out'}