Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκπέρθω
ἐκπεριάγω
ἐκπερίειμι
ἐκπεριέρχομαι
ἐκπεριοδεύω
ἐκπεριπλέω
ἐκπεριπορεύομαι
ἐκπερισπασμός
ἐκπερισπάω
ἐκπερισσεύω
ἐκπερισσῶς
ἐκπεριτρέχω
ἐκπερονάω
ἐκπέρυσι
ἐκπέσσω
ἐκπέταλος
ἐκπετάννυμι
ἐκπέτασις
ἐκπέτασμα
ἐκπετήσιμος
ἐκπέτομαι
View word page
ἐκπερισσῶς
more exceedingly

ShortDef

more exceedingly

Debugging

Headword:
ἐκπερισσῶς
Headword (normalized):
ἐκπερισσῶς
Headword (normalized/stripped):
εκπερισσως
IDX:
27704
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27705
Key:

Data

{'content': 'more exceedingly'}