Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκπέραμα
ἐκπερατόομαι
ἐκπεράω
ἐκπερδικίζω
ἐκπέρθω
ἐκπεριάγω
ἐκπερίειμι
ἐκπεριέρχομαι
ἐκπεριοδεύω
ἐκπεριπλέω
ἐκπεριπορεύομαι
ἐκπερισπασμός
ἐκπερισπάω
ἐκπερισσεύω
ἐκπερισσῶς
ἐκπεριτρέχω
ἐκπερονάω
ἐκπέρυσι
ἐκπέσσω
ἐκπέταλος
ἐκπετάννυμι
View word page
ἐκπεριπορεύομαι
make a detour

ShortDef

make a detour

Debugging

Headword:
ἐκπεριπορεύομαι
Headword (normalized):
ἐκπεριπορεύομαι
Headword (normalized/stripped):
εκπεριπορευομαι
IDX:
27700
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27701
Key:

Data

{'content': 'make a detour'}