Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκπεπταμένως
ἐκπεραίνω
ἐκπεραιόω
ἐκπέραμα
ἐκπερατόομαι
ἐκπεράω
ἐκπερδικίζω
ἐκπέρθω
ἐκπεριάγω
ἐκπερίειμι
ἐκπεριέρχομαι
ἐκπεριοδεύω
ἐκπεριπλέω
ἐκπεριπορεύομαι
ἐκπερισπασμός
ἐκπερισπάω
ἐκπερισσεύω
ἐκπερισσῶς
ἐκπεριτρέχω
ἐκπερονάω
ἐκπέρυσι
View word page
ἐκπεριέρχομαι
traverse, include in one's survey

ShortDef

traverse, include in one's survey

Debugging

Headword:
ἐκπεριέρχομαι
Headword (normalized):
ἐκπεριέρχομαι
Headword (normalized/stripped):
εκπεριερχομαι
IDX:
27697
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27698
Key:

Data

{'content': "traverse, include in one's survey"}