Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐκπεμπτέος
ἐκπέμπω
ἔκπεμψις
ἐκπεπαίνω
ἐκπεπληγμένως
ἐκπεπταμένως
ἐκπεραίνω
ἐκπεραιόω
ἐκπέραμα
ἐκπερατόομαι
ἐκπεράω
ἐκπερδικίζω
ἐκπέρθω
ἐκπεριάγω
ἐκπερίειμι
ἐκπεριέρχομαι
ἐκπεριοδεύω
ἐκπεριπλέω
ἐκπεριπορεύομαι
ἐκπερισπασμός
ἐκπερισπάω
View word page
ἐκπεράω
to go out over, pass beyond
ShortDef
to go out over, pass beyond
Debugging
Headword:
ἐκπεράω
Headword (normalized):
ἐκπεράω
Headword (normalized/stripped):
εκπεραω
IDX:
27692
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27693
Key:
Data
{'content': 'to go out over, pass beyond'}