Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκπελεκάω
ἐκπεμπτέος
ἐκπέμπω
ἔκπεμψις
ἐκπεπαίνω
ἐκπεπληγμένως
ἐκπεπταμένως
ἐκπεραίνω
ἐκπεραιόω
ἐκπέραμα
ἐκπερατόομαι
ἐκπεράω
ἐκπερδικίζω
ἐκπέρθω
ἐκπεριάγω
ἐκπερίειμι
ἐκπεριέρχομαι
ἐκπεριοδεύω
ἐκπεριπλέω
ἐκπεριπορεύομαι
ἐκπερισπασμός
View word page
ἐκπερατόομαι
find one's limit

ShortDef

find one's limit

Debugging

Headword:
ἐκπερατόομαι
Headword (normalized):
ἐκπερατόομαι
Headword (normalized/stripped):
εκπερατοομαι
IDX:
27691
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27692
Key:

Data

{'content': "find one's limit"}