Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκπέλει
ἐκπελεκάω
ἐκπεμπτέος
ἐκπέμπω
ἔκπεμψις
ἐκπεπαίνω
ἐκπεπληγμένως
ἐκπεπταμένως
ἐκπεραίνω
ἐκπεραιόω
ἐκπέραμα
ἐκπερατόομαι
ἐκπεράω
ἐκπερδικίζω
ἐκπέρθω
ἐκπεριάγω
ἐκπερίειμι
ἐκπεριέρχομαι
ἐκπεριοδεύω
ἐκπεριπλέω
ἐκπεριπορεύομαι
View word page
ἐκπέραμα
a coming out of

ShortDef

a coming out of

Debugging

Headword:
ἐκπέραμα
Headword (normalized):
ἐκπέραμα
Headword (normalized/stripped):
εκπεραμα
IDX:
27690
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27691
Key:

Data

{'content': 'a coming out of'}