Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκπείθω
ἐκπειράζω
ἐκπειράομαι
ἐκπέλει
ἐκπελεκάω
ἐκπεμπτέος
ἐκπέμπω
ἔκπεμψις
ἐκπεπαίνω
ἐκπεπληγμένως
ἐκπεπταμένως
ἐκπεραίνω
ἐκπεραιόω
ἐκπέραμα
ἐκπερατόομαι
ἐκπεράω
ἐκπερδικίζω
ἐκπέρθω
ἐκπεριάγω
ἐκπερίειμι
ἐκπεριέρχομαι
View word page
ἐκπεπταμένως
extravagantly

ShortDef

extravagantly

Debugging

Headword:
ἐκπεπταμένως
Headword (normalized):
ἐκπεπταμένως
Headword (normalized/stripped):
εκπεπταμενως
IDX:
27687
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27688
Key:

Data

{'content': 'extravagantly'}