Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκπατέω
ἐκπάτιος
ἔκπαυμα
ἐκπαύω
ἐκπαφλάζω
ἐκπαφλασμός
ἐκπαχύνω
ἐκπείθω
ἐκπειράζω
ἐκπειράομαι
ἐκπέλει
ἐκπελεκάω
ἐκπεμπτέος
ἐκπέμπω
ἔκπεμψις
ἐκπεπαίνω
ἐκπεπληγμένως
ἐκπεπταμένως
ἐκπεραίνω
ἐκπεραιόω
ἐκπέραμα
View word page
ἐκπέλει
'tis permitted

ShortDef

'tis permitted

Debugging

Headword:
ἐκπέλει
Headword (normalized):
ἐκπέλει
Headword (normalized/stripped):
εκπελει
IDX:
27680
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27681
Key:

Data

{'content': "'tis permitted"}