Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑκοντί
ἑκουσιάζομαι
ἑκουσιασμός
ἑκούσιος
ἑκουσιότης
ἐκπαγλέομαι
ἔκπαγλος
ἐκπαγλότης
ἐκπάθεια
ἐκπαθής
ἐκπαίδευμα
ἐκπαιδεύω
ἐκπαίζω
ἐκπαιφάσσω
ἐκπαίω
ἔκπαλαι
ἐκπαλαίω
ἐκπαλεία
ἐκπαλέω
ἐκπαλής
ἐκπάλησις
View word page
ἐκπαίδευμα
a nursling, a child

ShortDef

a nursling, a child

Debugging

Headword:
ἐκπαίδευμα
Headword (normalized):
ἐκπαίδευμα
Headword (normalized/stripped):
εκπαιδευμα
IDX:
27651
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27652
Key:

Data

{'content': 'a nursling, a child'}