Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐκξέω
ἐκξιφίζομαι
ἐκξυλόομαι
ἐκξύω
ἑκοντί
ἑκουσιάζομαι
ἑκουσιασμός
ἑκούσιος
ἑκουσιότης
ἐκπαγλέομαι
ἔκπαγλος
ἐκπαγλότης
ἐκπάθεια
ἐκπαθής
ἐκπαίδευμα
ἐκπαιδεύω
ἐκπαίζω
ἐκπαιφάσσω
ἐκπαίω
ἔκπαλαι
ἐκπαλαίω
View word page
ἔκπαγλος
terrible, fearful
ShortDef
terrible, fearful
Debugging
Headword:
ἔκπαγλος
Headword (normalized):
ἔκπαγλος
Headword (normalized/stripped):
εκπαγλος
IDX:
27647
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27648
Key:
Data
{'content': 'terrible, fearful'}