Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκνοτίζω
ἐκνυκτερεύομαι
ἐκνύσσω
ἐκξέω
ἐκξιφίζομαι
ἐκξυλόομαι
ἐκξύω
ἑκοντί
ἑκουσιάζομαι
ἑκουσιασμός
ἑκούσιος
ἑκουσιότης
ἐκπαγλέομαι
ἔκπαγλος
ἐκπαγλότης
ἐκπάθεια
ἐκπαθής
ἐκπαίδευμα
ἐκπαιδεύω
ἐκπαίζω
ἐκπαιφάσσω
View word page
ἑκούσιος
voluntary

ShortDef

voluntary

Debugging

Headword:
ἑκούσιος
Headword (normalized):
ἑκούσιος
Headword (normalized/stripped):
εκουσιος
IDX:
27644
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27645
Key:

Data

{'content': 'voluntary'}