Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκνοσηλεύω
ἐκνοστέω
ἐκνοσφίζομαι
ἐκνοτίζω
ἐκνυκτερεύομαι
ἐκνύσσω
ἐκξέω
ἐκξιφίζομαι
ἐκξυλόομαι
ἐκξύω
ἑκοντί
ἑκουσιάζομαι
ἑκουσιασμός
ἑκούσιος
ἑκουσιότης
ἐκπαγλέομαι
ἔκπαγλος
ἐκπαγλότης
ἐκπάθεια
ἐκπαθής
ἐκπαίδευμα
View word page
ἑκοντί
willingly

ShortDef

willingly

Debugging

Headword:
ἑκοντί
Headword (normalized):
ἑκοντί
Headword (normalized/stripped):
εκοντι
IDX:
27641
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27642
Key:

Data

{'content': 'willingly'}