Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐκνιτρόω
ἔκνιψις
ἐκνοέω
ἔκνοια
ἐκνόμιος
ἔκνομος
ἔκνοος
ἐκνοσηλεύω
ἐκνοστέω
ἐκνοσφίζομαι
ἐκνοτίζω
ἐκνυκτερεύομαι
ἐκνύσσω
ἐκξέω
ἐκξιφίζομαι
ἐκξυλόομαι
ἐκξύω
ἑκοντί
ἑκουσιάζομαι
ἑκουσιασμός
ἑκούσιος
View word page
ἐκνοτίζω
drip
ShortDef
drip
Debugging
Headword:
ἐκνοτίζω
Headword (normalized):
ἐκνοτίζω
Headword (normalized/stripped):
εκνοτιζω
IDX:
27634
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27635
Key:
Data
{'content': 'drip'}