Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐκνίζω
ἐκνικάω
ἐκνίκησις
ἐκνιτρόω
ἔκνιψις
ἐκνοέω
ἔκνοια
ἐκνόμιος
ἔκνομος
ἔκνοος
ἐκνοσηλεύω
ἐκνοστέω
ἐκνοσφίζομαι
ἐκνοτίζω
ἐκνυκτερεύομαι
ἐκνύσσω
ἐκξέω
ἐκξιφίζομαι
ἐκξυλόομαι
ἐκξύω
ἑκοντί
View word page
ἐκνοσηλεύω
cure completely
ShortDef
cure completely
Debugging
Headword:
ἐκνοσηλεύω
Headword (normalized):
ἐκνοσηλεύω
Headword (normalized/stripped):
εκνοσηλευω
IDX:
27631
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27632
Key:
Data
{'content': 'cure completely'}