Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκνήχομαι
ἔκνηψις
ἐκνίζω
ἐκνικάω
ἐκνίκησις
ἐκνιτρόω
ἔκνιψις
ἐκνοέω
ἔκνοια
ἐκνόμιος
ἔκνομος
ἔκνοος
ἐκνοσηλεύω
ἐκνοστέω
ἐκνοσφίζομαι
ἐκνοτίζω
ἐκνυκτερεύομαι
ἐκνύσσω
ἐκξέω
ἐκξιφίζομαι
ἐκξυλόομαι
View word page
ἔκνομος
outlawed

ShortDef

outlawed

Debugging

Headword:
ἔκνομος
Headword (normalized):
ἔκνομος
Headword (normalized/stripped):
εκνομος
IDX:
27629
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27630
Key:

Data

{'content': 'outlawed'}