Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄγαν
ἀγανακτέω
ἀγανάκτησις
ἀγανακτητέον
ἀγανακτητικός
ἀγανακτητός
ἀγάννιφος
ἀγανοβλέφαρος
ἀγανόμματος
ἄγανος
ἀγανός
ἀγανοφροσύνη
ἀγανόφρων
ἀγανῶπις
ἀγάνωρ
ἀγάνωτος
ἀγάομαι
ἀγαπάζω
ἀγαπατός
ἀγαπάω
ἀγάπη
View word page
ἀγανός
mild, gentle, kindly

ShortDef

mild, gentle, kindly

Debugging

Headword:
ἀγανός
Headword (normalized):
ἀγανός
Headword (normalized/stripped):
αγανος
IDX:
275
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-276
Key:

Data

{'content': 'mild, gentle, kindly'}