Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀκεστίδες
ἀκεστικός
ἀκεστορία
ἀκεστός
ἀκέστρα
ἀκέστρια
ἀκεστρίς
ἄκεστρον
ἀκέστωρ
ἀκεσφορία
ἀκεσφόρος
ἀκεσώδυνος
ἀκέφαλος
ἀκέω
ἀκέω2
ἀκέων
ἀκή
ἀκή2
ἀκή3
ἀκήδεια
ἀκήδεστος
View word page
ἀκεσφόρος
bringing a cure, healing

ShortDef

bringing a cure, healing

Debugging

Headword:
ἀκεσφόρος
Headword (normalized):
ἀκεσφόρος
Headword (normalized/stripped):
ακεσφορος
IDX:
2757
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2758
Key:

Data

{'content': 'bringing a cure, healing'}