Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκμελίζω
ἐκμεταλλεύω
ἐκμέταλλος
ἐκμετρέω
ἐκμέτρησις
ἔκμετρος
ἐκμηκύνω
ἕκμηνος
ἐκμηνύω
ἐκμηρύομαι
ἐκμηχανάομαι
ἐκμιαίνω
ἐκμιμέομαι
ἐκμίμησις
ἐκμισέω
ἔκμισθος
ἐκμισθόω
ἐκμολεῖν
ἐκμολύνω
ἐκμορφόω
ἐκμουσόω
View word page
ἐκμηχανάομαι
contrive

ShortDef

contrive

Debugging

Headword:
ἐκμηχανάομαι
Headword (normalized):
ἐκμηχανάομαι
Headword (normalized/stripped):
εκμηχαναομαι
IDX:
27578
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27579
Key:

Data

{'content': 'contrive'}