Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐκμελανίζω
ἐκμέλεια
ἐκμελετάω
ἐκμελής
ἐκμελίζω
ἐκμεταλλεύω
ἐκμέταλλος
ἐκμετρέω
ἐκμέτρησις
ἔκμετρος
ἐκμηκύνω
ἕκμηνος
ἐκμηνύω
ἐκμηρύομαι
ἐκμηχανάομαι
ἐκμιαίνω
ἐκμιμέομαι
ἐκμίμησις
ἐκμισέω
ἔκμισθος
ἐκμισθόω
View word page
ἐκμηκύνω
prolong
ShortDef
prolong
Debugging
Headword:
ἐκμηκύνω
Headword (normalized):
ἐκμηκύνω
Headword (normalized/stripped):
εκμηκυνω
IDX:
27574
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27575
Key:
Data
{'content': 'prolong'}