Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκμελαίνομαι
ἐκμελανίζω
ἐκμέλεια
ἐκμελετάω
ἐκμελής
ἐκμελίζω
ἐκμεταλλεύω
ἐκμέταλλος
ἐκμετρέω
ἐκμέτρησις
ἔκμετρος
ἐκμηκύνω
ἕκμηνος
ἐκμηνύω
ἐκμηρύομαι
ἐκμηχανάομαι
ἐκμιαίνω
ἐκμιμέομαι
ἐκμίμησις
ἐκμισέω
ἔκμισθος
View word page
ἔκμετρος
out of measure, measureless

ShortDef

out of measure, measureless

Debugging

Headword:
ἔκμετρος
Headword (normalized):
ἔκμετρος
Headword (normalized/stripped):
εκμετρος
IDX:
27573
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27574
Key:

Data

{'content': 'out of measure, measureless'}