Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκμειλίσσω
ἐκμείρομαι
ἐκμελαίνομαι
ἐκμελανίζω
ἐκμέλεια
ἐκμελετάω
ἐκμελής
ἐκμελίζω
ἐκμεταλλεύω
ἐκμέταλλος
ἐκμετρέω
ἐκμέτρησις
ἔκμετρος
ἐκμηκύνω
ἕκμηνος
ἐκμηνύω
ἐκμηρύομαι
ἐκμηχανάομαι
ἐκμιαίνω
ἐκμιμέομαι
ἐκμίμησις
View word page
ἐκμετρέω
to measure out, measure

ShortDef

to measure out, measure

Debugging

Headword:
ἐκμετρέω
Headword (normalized):
ἐκμετρέω
Headword (normalized/stripped):
εκμετρεω
IDX:
27571
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27572
Key:

Data

{'content': 'to measure out, measure'}