Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐκμεθύσκω
ἐκμείλιξις
ἐκμειλίσσω
ἐκμείρομαι
ἐκμελαίνομαι
ἐκμελανίζω
ἐκμέλεια
ἐκμελετάω
ἐκμελής
ἐκμελίζω
ἐκμεταλλεύω
ἐκμέταλλος
ἐκμετρέω
ἐκμέτρησις
ἔκμετρος
ἐκμηκύνω
ἕκμηνος
ἐκμηνύω
ἐκμηρύομαι
ἐκμηχανάομαι
ἐκμιαίνω
View word page
ἐκμεταλλεύω
empty of ore
ShortDef
empty of ore
Debugging
Headword:
ἐκμεταλλεύω
Headword (normalized):
ἐκμεταλλεύω
Headword (normalized/stripped):
εκμεταλλευω
IDX:
27569
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27570
Key:
Data
{'content': 'empty of ore'}