Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκμαστιγόω
ἐκμεθύσκω
ἐκμείλιξις
ἐκμειλίσσω
ἐκμείρομαι
ἐκμελαίνομαι
ἐκμελανίζω
ἐκμέλεια
ἐκμελετάω
ἐκμελής
ἐκμελίζω
ἐκμεταλλεύω
ἐκμέταλλος
ἐκμετρέω
ἐκμέτρησις
ἔκμετρος
ἐκμηκύνω
ἕκμηνος
ἐκμηνύω
ἐκμηρύομαι
ἐκμηχανάομαι
View word page
ἐκμελίζω
dismember

ShortDef

dismember

Debugging

Headword:
ἐκμελίζω
Headword (normalized):
ἐκμελίζω
Headword (normalized/stripped):
εκμελιζω
IDX:
27568
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27569
Key:

Data

{'content': 'dismember'}