Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκμάσσω
ἐκμαστεύω
ἐκμαστιγόω
ἐκμεθύσκω
ἐκμείλιξις
ἐκμειλίσσω
ἐκμείρομαι
ἐκμελαίνομαι
ἐκμελανίζω
ἐκμέλεια
ἐκμελετάω
ἐκμελής
ἐκμελίζω
ἐκμεταλλεύω
ἐκμέταλλος
ἐκμετρέω
ἐκμέτρησις
ἔκμετρος
ἐκμηκύνω
ἕκμηνος
ἐκμηνύω
View word page
ἐκμελετάω
to train carefully

ShortDef

to train carefully

Debugging

Headword:
ἐκμελετάω
Headword (normalized):
ἐκμελετάω
Headword (normalized/stripped):
εκμελεταω
IDX:
27566
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27567
Key:

Data

{'content': 'to train carefully'}