Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκμάσσατο
ἐκμάσσω
ἐκμαστεύω
ἐκμαστιγόω
ἐκμεθύσκω
ἐκμείλιξις
ἐκμειλίσσω
ἐκμείρομαι
ἐκμελαίνομαι
ἐκμελανίζω
ἐκμέλεια
ἐκμελετάω
ἐκμελής
ἐκμελίζω
ἐκμεταλλεύω
ἐκμέταλλος
ἐκμετρέω
ἐκμέτρησις
ἔκμετρος
ἐκμηκύνω
ἕκμηνος
View word page
ἐκμέλεια
false note

ShortDef

false note

Debugging

Headword:
ἐκμέλεια
Headword (normalized):
ἐκμέλεια
Headword (normalized/stripped):
εκμελεια
IDX:
27565
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27566
Key:

Data

{'content': 'false note'}