Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐκμασάομαι
ἐκμάσσατο
ἐκμάσσω
ἐκμαστεύω
ἐκμαστιγόω
ἐκμεθύσκω
ἐκμείλιξις
ἐκμειλίσσω
ἐκμείρομαι
ἐκμελαίνομαι
ἐκμελανίζω
ἐκμέλεια
ἐκμελετάω
ἐκμελής
ἐκμελίζω
ἐκμεταλλεύω
ἐκμέταλλος
ἐκμετρέω
ἐκμέτρησις
ἔκμετρος
ἐκμηκύνω
View word page
ἐκμελανίζω
lose colour

ShortDef

lose colour

Debugging

Headword:
ἐκμελανίζω
Headword (normalized):
ἐκμελανίζω
Headword (normalized/stripped):
εκμελανιζω
IDX:
27564
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-27565
Key:

Data

{'content': 'lose colour'}